- αποστομώνω
- αποστομώνω, αποστόμωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποστομώνω — (Α ἀποστομῶ, όω) κλείνω το στόμα κάποιου, τον κάνω να σωπάσει αρχ. 1. αποφράσσω 2. αμβλύνω την άκρη αιχμηρού αντικειμένου … Dictionary of Greek
αποστομώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αναγκάζω κάποιον να σιωπήσει, να μην είναι σε θέση να απαντήσει: Με εκείνα που του είπες τον αποστόμωσες. 2. κάνω κάτι να μην κόβει: Τι έκοψες και τ αποστόμωσες το μαχαίρι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεπιστομίζω — Μ αποστομώνω προηγουμένως κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιστομίζω «κλείνω το στόμα, αποστομώνω»] … Dictionary of Greek
αποστομίζω — ἀποστομίζω (AM) αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει αρχ. αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου … Dictionary of Greek
αποστομωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποστόμωση, που εξαναγκάζει σε σιγή («αποστομωτική απάντηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστομώνω, στομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αποφιμώ — ἀποφιμῶ ( όω) (Α) φιμώνω, αποστομώνω κάποιον … Dictionary of Greek
βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… … Dictionary of Greek
βουβαίνω — [βουβός] 1. καθιστώ κάποιον βουβό, άλαλο 2. αποστομώνω κάποιον 3. μέσ. γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου … Dictionary of Greek
βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… … Dictionary of Greek
εμφράσσω — (AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω) φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.) αρχ. μσν. 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω 2. ματαιώνω … Dictionary of Greek